- αισθησιολογία
- Κλάδος της ανατομίας και της φυσιολογίας που ασχολείται με τη λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων (γεύσης, όρασης, όσφρησης, αφής και ακοής).
* * *η [αίσθηση]η αίσθησιοκρατία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αισθησιαρχία — η η αισθησιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής φιλοσοφίας που πλάστηκε από τον Γρατσιάτο για να αποδώσει στα Ελληνικά το sensualismus < λατ. sensualis, «ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, αισθητικός» < sensus «αίσθηση» ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως … Dictionary of Greek
γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… … Dictionary of Greek